οἰνοπαραλημπτής

οἰνοπαραλημπτής
οἰνο-παραλημπτής, οῦ, , = Lat.
A susceptor vinarius, POxy.1141.2 (iii A. D.), PKlein.Form.1132 (vi A. D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οινοπαραλημπτής — οἰνοπαραλημπτής και, κατά δ. γρφ., οἰνοπαραλήμπτης, ὁ (ΑΜ) επιστάτης παραλαβής οίνου, αυτός που αναλαμβάνει την πώληση οίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + παραλημπτής (< παραλαμβάνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”